- γλυκανοστιά
- ητο να είναι κάτι γλυκό και άνοστο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γλυκανοστιά — η η γλυκαναλατιά* … Dictionary of Greek